- ὑδρηγός
- ὑδρ-ηγός, ὁ,A water-conduit, Hsch. s.v. ἀπώρυγας, Suid. s.v. παροχετεύει: as Adj., Hsch. s.v. ῥοῶδες, Suid. s.v. ὀχετηγός.II water-carrier, Ostr.Bodl. i 316 (i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδρηγός — water conduit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρηγός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. οχετός 2. ως επίθ. αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο, οχετηγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός] … Dictionary of Greek
ὑδρηγοί — ὑδρηγός water conduit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηγοῦ — ὑδρηγός water conduit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηγούς — ὑδρηγός water conduit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηγόν — ὑδρηγός water conduit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)